Οι πόλεις έχουν πορεία μέσα στο χρόνο, είναι ζωντανοί οργανισμοί. Έχουν πνοή και παλμό. Είναι οι άνθρωποι που τις διέσχισαν, αφήνοντας πίσω τους στίγμα και ευχή για τους επόμενους που θα τις παραλάβουν.
Η πόλη που γεννιόμαστε είναι το σπίτι μας, το καταφύγιο και η αναφορά μας. Ο τόπος που μας
προκαλεί το νόστο κάθε που απομακρυνόμαστε, φέρνοντας μας νοσταλγία και επιθυμία για όσα γευτήκαμε και επιθυμούμε να ξαναγευτούμε και να ξαναβρούμε. Οι δρόμοι, οι γειτονιές έχουν μνήμη και έτσι καταγράφονται και ανακαλούνται. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μιας πόλης μέσα στον χρόνο, υπάρχει συγκεκριμένη χρήση κάθε περιοχής και γειτονιάς, γεγονός που τους αποδίδει τον χαρακτήρα τους. Μνήμες, μυρωδιές, καλημερίσματα, ανταλλαγή νέων και απόψεων. Φωνές, εντάσεις, ζωή. Η πόλη δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ένα μουσείο, μια βιτρίνα. Οι τόποι που διατηρούν σημεία αναφοράς αποπνέουν ζεστασιά, ηρεμία και ασφάλεια. Τα καφενεία, οι ταβέρνες, τα μανάβικα, οι αγορές δεν είναι χώροι απρόσωποι. Είναι σημεία συνάντησης και μοιράσματος για τους ντόπιους τους δύσκολους χειμώνες και αγκαλιές για τους ξενιτεμένους και τους επισκέπτες του καλοκαιριού, που θα αναζητήσουν τη μυρωδιά που θυμούνται από παιδιά ή το ντόπιο προϊόν που η φήμη του ταξίδεψε έξω από τα σύνορά του. Είναι δηλαδή το νερό που ποτίζει τις ρίζες μας. Όταν οι ρίζες αυτές καταστρέφονται, ανατρέπεται η τάξη των πραγμάτων, αποσυνδέεται το παρόν και το μέλλον από το παρελθόν και όχι μόνο δεν δουλεύει αλλά γυρνάει μπούμερανγκ. Σε όσες περιπτώσεις άλλαξε η χρήση και ο χαρακτήρας των γειτονιών, μόνο αρνητικό ήταν το αποτέλεσμα. Η μικρή πόλη, ο μικρός τόπος δεν μπορεί να συγκριθεί και να λειτουργήσει σαν μια μεγάλη, χαοτική.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δική μας μικρή πόλη, οι δρόμοι και οι γειτονιές της, που χάνονται χρόνο με το χρόνο. Τα εμπορικά σβήνουν, η απουσία των οποίων είναι αισθητή τον χειμώνα, ενώ τη θέση τους παίρνουν μαγαζιά της σεζόν. Αποτέλεσμα μια πόλη νεκρή, χωρίς σημεία αναφοράς για τον ντόπιο και χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τον υποψήφιο εργαζόμενο ώστε να την προτιμήσει. Οι τόποι μας όμως δεν μπορεί να λογίζονται μόνο ως τουριστικοί προορισμοί και μάλιστα απρόσωποι. Ούτε βέβαια πρέπει να χάνουν το ύφος και το χρώμα τους. Η αλλοίωση της πόλης κατά το δοκούν δεν ευνοεί κανένα. Όποιος αποκόβεται από το παρελθόν «δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει».
Πριν χρόνια μια κυρία αυστριακής καταγωγής και συχνή επισκέπτρια του νησιού μας, μου είχε πει με αγωνία «σβήνουν οι τόποι μας. Παντού βλέπεις τα ίδια πράγματα γιατί να θέλω να συνεχίσω να έρχομαι;»Σε μια άλλη περίπτωση, ένας πολυταξιδεμένος γιατρός και επίσης συχνός επισκέπτης του Ιονίου, με είχε ρωτήσει. «Ξέρεις γιατί ο κόσμος προτιμάει τα νησιά του Αιγαίου; Γιατί έχουν χρώμα, έχουν ύφος και διατηρούν την κουλτούρα τους. Προσέξτε! Εσείς στο Ιόνιο καταστρέφετε τις πόλεις σας. Γιατί να θέλει να δει κάποιος ερχόμενος με το σκάφος του, μια πόλη που μοιάζει με συνοικία της Αθήνας;»
Πόσες φορές αφουγκραστήκαμε τί λένε οι επισκέπτες μας, πόσες ακούσαμε τους πραγματικούς λάτρεις αυτού του τόπου; Πόσες φορές αφήσαμε την χωριάτικη ψυχή μας, να αντρειωθεί χωρίς κόμπλεξ, να θυμηθεί και να ανακαλέσει ώστε να πάρει τον σωστό δρόμο για να πάει παρακάτω και όχι να ακολουθήσει τον λανθασμένο του συμφέροντος; Πόσο ακόμη θα βαδίσουμε με λανθασμένα κριτήρια; Υπάρχει πραγματικά χρόνος για λάθη; Οι επόμενες γενιές ποια σύνδεση θα έχουν με την ιστορία του τόπου τους και τί θα έχουν να διηγούνται στους επόμενους;
Δεν εννοούμε βέβαια την μουσειακή ιστορία αλλά την ιστορία των γειτονιών του Αργοστολιού, την ιστορία του κυρ Γιώργου, του Γιάννη, του Γεράσιμου, του Μπάμπη, που η γενιά μας ίσως είναι η τελευταία που την γνωρίζει και την κουβεντιάζει ακόμα. Την ιστορία των δρόμων που ελάχιστα άλλαζαν μέσα στους αιώνες, ακόμη και μετά από τραγικές καταστροφές και διατηρώντας την αύρα και την ψυχή των προηγούμενων γενεών και έτσι μπορούσαν να ατενίσουν το μέλλον αγέρωχα, με αρχοντιά και χάρη. Ο δρόμος με το χονδρεμπόριο και τα είδη οικοδομής όπως η Σιτεμπόρων, ο δρόμος με τα εμπορικά και τα είδη προικός όπως το Λιθόστρωτο, η Λαχαναγορά, οι παράδρομοι με τα κρεοπωλεία, τα μπαρμπέρικα και τα μαγειρεία.
Μα χαρακτηριστικότερος όλων, η Ριζοσπαστών, ο πιο αρχοντικός, ο δρόμος με τους φοίνικες που χάθηκαν. Απ’ το σκαθάρι, από αδιαφορία, από άγνοια; Η πιο φωτεινή περιοχή της πόλης. Τα τελευταία σπίτια με αυλές και κήπους. Ποιό είναι το όραμα για αυτά που ακόμα αντιστέκονται; Τα μαγαζιά άλλαξαν και μαζί και η αύρα του δρόμου, που ακόμα ψάχνει τα πατήματά του προσπαθώντας απεγνωσμένα να ισορροπήσει. Πιο κάτω, ένα υπαίθριο πάρκινγκ για λεωφορεία, φορτηγά και όποιον δεν έχει ίσως που να περάσει τη βραδιά και ενώ ακούμε να αιωρούνται προτάσεις για μόνιμο πάρκινγκ. Δηλαδή για την πλήρη ανατροπή του ύφους της μόνης πραγματικά ακόμη όμορφης περιοχής της πολιτειούλας μας.
Η πλατεία μας μεγάλωσε, φωτίστηκε, ξαναφωτίστηκε, μα πάλι μόνο για τους ξένους φοράει τα καλά της. Τον χειμώνα πενθεί ντυμένη με μαύρο βαθύ. Η παραλία μας καλλωπίστηκε γιατί τάχα ήμασταν από τα ελάχιστα νησιά που δεν είχαν μαγαζιά εκεί -μπορεί και το μόνο- αλλά και πάλι, το μεγαλύτερο μέρος μόνο για τους ξένους λειτουργεί.
Τι απέμεινε λοιπόν για τον ντόπιο, τον ιθαγενή; Η αγορά. Ναι η αγορά. Η αγορά για τον πρωτευουσιάνο αλλά και τον χωρικό. Η αγορά που έσφυζε από ζωή πάντα από νωρίς το πρωί. Που γέμιζε φωνές, πειράγματα και βλαστήμιες. Με τους μερακλήδες και τις νοικοκυράδες. Με τις μυρωδιές από φρέσκο ψωμί και ζαρζαβατικά. Η αγορά με τα χαρακτηριστικά της «καμαρωτά» κτίρια. Ναι αυτά. Είτε μας αρέσει, είτε όχι είναι μέρος της ιστορίας της, όπως πολλά άλλα.
Η λύση δεν είναι γκρεμίζω για να πάω παρακάτω. Οι φίλοι μας οι Ιάπωνες επιδιορθώνουν με το καλύτερο υλικό δίνοντας ακόμη μεγαλύτερη αξία και νιώθοντας υπερηφάνεια για το παλιό και τραυματισμένο τους αντικείμενο. Αυτές τις δύσκολες εποχές που χάνουμε όλοι τη γη κάτω από τα πόδια μας και δεν έχουμε από που να πιαστούμε, ας σώσουμε κάτι από την πόλη μας και εκείνη θα μας το ανταποδώσει διπλά!
Μάρω Ποταμιάνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου